Το σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής (ΣΥΠ), περιλαμβάνει μια σειρά παθήσεων του ώμου από απλή τενοντίτιδα μέχρι ρήξη τένοντα και περιγράφει τη βασική αιτιολογία αυτών.
Στον ώμο η γληνοβραχιόνια άρθρωση σταθεροποιείται από τον θύλακο, τους συνδέσμους και από μια ομάδα μυών, οι καταφυτικοί τένοντες των οποίων δημιουργούν ένα «πέταλο» που περιβάλλει την άρθρωση. Αυτοί είναι ο Υπερακάνθιος, ο Υπακάνθιος, ο Υποπλάτιος και ο Ελάσσων Στρογγυλός, υπεύθυνοι για την έναρξη της απαγωγής και τις στροφές, γνωστοί και ως «στροφικό πέταλο». Πάνω από αυτούς εκτείνεται σε πιο επιφανειακό στρώμα ο Δελτοειδής μυς ενώ ρόλο στην κίνηση και σταθερότητα του ώμου κατέχουν και άλλοι μύες όπως ο Μείζων Θωρακικός, ο Μείζων Στρογγυλός και ο Πλατύς Ραχιαίος.
Κατά τη διάρκεια της απαγωγής ή της πρόσθιας κάμψης του βραχίονα και όσο πλησιάζουμε τις 900, το στροφικό πέταλο κινείται και σταδιακά παγιδεύεται σε έναν βαθμιαία στενότερο χώρο, μεταξύ της κεφαλής του βραχιονίου και της κάτω επιφάνειας του ακρωμίου. Ανάλογα με την ανατομική μορφολογία του ακρωμίου, πόσο δηλαδή αυτό προβάλλει προς τα κάτω, ταξινομείται σε τρεις τύπους, με τον τύπο ΙΙΙ να εκφυλίζει μέσω τριβής περισσότερο το πέταλο.
Συνέπεια της πίεσης και της τριβής αυτής είναι η εκδήλωση μια σειράς παθήσεων. Αρχικά εμφανίζεται τενοντίτιδα κυρίως του τένοντα του Υπερακανθίου με ή χωρίς εναπόθεση ασβεστίου. Ακολουθούν μικρορήξεις του πετάλου που μπορούν να φτάσουν μέχρι και σε πλήρη ρήξη των τενόντων.
Κλινικά το σύνδρομο εκδηλώνεται με έντονο πόνο κυρίως κατά την εργασία και τις κινήσεις του άνω άκρου πάνω από το ύψος των ώμων ( όταν π.χ. προσπαθούμε να φτάσουμε κάτι σε ένα ράφι, όταν σκουπίζουμε ένα τζάμι , στην κολύμβηση με πρόσθιο κ.τ.λ.).Όσο σταδιακά επιδεινώνεται και μένει χωρίς θεραπεία εμφανίζεται πόνος ηρεμίας και έντονος νυκτερινός πόνος , ενώ όταν υπάρχει ρήξη παρατηρείται επώδυνη αδυναμία κίνησης.
Η διάγνωση είναι κυρίως κλινική με συγκεκριμένες δοκιμασίες και επιβεβαιώνεται με τη βοήθεια υπερήχου, ακτινογραφίας και κυρίως MRI απεικόνισης.
Όσον αφορά την αντιμετώπιση, στα αρχικά στάδια ακολουθείται αντιφλεγμονώδης αγωγή, υπακρωμιακή έγχυση στεροειδούς και φυσικοθεραπεία. Σε ανθεκτικές τενοντίτιδες και μεγάλες ασβεστοποιήσεις καθώς και σε ρήξεις του στροφικού πετάλου η θεραπεία είναι χειρουργική. Αρθροσκοπικά, με 2-3 τομές δέρματος μισού εκατοστού πραγματοποιείται καθαρισμός της άρθρωσης, αφαίρεση των ασβεστώσεων, ακρωμιοπλαστική – όπου το ακρώμιο διαμορφώνεται ώστε να μην προκαλεί τριβή στο τενόντιο πέταλο των στροφέων – και σε περίπτωση ρήξης γίνεται συρραφή με ειδικά ράμματα. Ο ασθενής νοσηλεύεται μόνο για μία ημέρα, ενώ μετεγχειρητικά ακολουθεί συγκεκριμένο πρωτόκολλο κινητοποίησης ανάλογα με τη βαρύτητα της πάθησης και τη θεραπεία στην οποία υπεβλήθη.