Το Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνα (ΣΚΣ) αποτελεί μία από τις συχνότερες παθήσεις του χεριού, με συχνότητα εμφάνισης 0,1-10% στον γενικό πληθυσμό. Προσβάλλει κυρίως γυναίκες μέσης ηλικίας στην αρχή της εμμηνόπαυσης. Αποτελεί το σύνολο των συμπτωμάτων και κλινικών εκδηλώσεων λόγω της πίεσης του μέσου νεύρου κατά τη διέλευσή του από τον καρπιαίο σωλήνα.
Προδιαθεσικοί παράγοντες για την εμφάνιση του ΣΚΣ είναι : το φύλο ( θήλυ), η παχυσαρκία, η εγκυμοσύνη, η προχωρημένη ηλικία, το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις καρπού που απαντώνται σε επαγγέλματα όπως κομμωτές, οδοντίατροι, χειρώνακτες,καθώς και παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, ο υποθυρεοειδισμός, η αμυλοείδωση και η ρευματοειδής αρθρίτιδα. Επιπλέον το ΣΚΣ εμφανίζεται συχνά μετά από κατάγματα ή εξαρθρήματα του κάτω πέρατος της κερκίδας και των οστών του καρπού. Ο μηχανισμός εμφάνισης και προοδευτικής επιδείνωσης του συνδρόμου βασίζεται στην έκθεση του καρπού σε επαναλαμβανόμενη κυκλική καταπόνηση ή δόνηση σε άτομα με φυσιολογική ανατομία καρπού, όπως οι ποδηλάτες, οι τενίστες και οι ρίπτες ή στην ύπαρξη χωροκατακτητικών δομών π.χ. γαγγλίου ή κύστης που πιέζουν το
μέσο νεύρο.
Ο καρπιαίος σωλήνας αποτελεί μια ανένδοτη οστεοϊνώδη δομή, ένα είδος «τούνελ». Τα όριά του σχηματίζονται από τις εξής ανατομικές δομές: Το έξω τοίχωμα από το φύμα του σκαφοειδούς και το μείζον πολύγωνο οστό, το έσω τοίχωμα από το άγκιστρο του αγκιστρωτού και το πισοειδές οστό, η οροφή από τον εγκάρσιο σύνδεσμο του καρπού και το έδαφος από τον κεντρικό στοίχο του καρπού. Μέσα από τον καρπιαίο σωλήνα διέρχονται το μέσο νεύρο και οι 9 τένοντες των καμπτήρων μυών των δακτύλων. Το μέσο νεύρο προέρχεται κυρίως από την Α6 ρίζα της αυχενικής μοίρας του νωτιαίουμυελού και σχηματίζεται σαν μέρος του βραχιόνιου πλέγματος.
Πορεύεται στην έσω επιφάνεια του βραχίονα και στην πρόσθια του αντιβραχίου πριν διέλθει μέσα από τον καρπιαίο σωλήνα για να φτάσει στο χέρι.Το μέσο νεύρο στο χέρι παρέχει αισθητικότητα στην παλαμιαία επιφάνεια του αντίχειρα , του δείκτη ,του μέσου και του ½ παράμεσου καθώς και στην κορυφή των δακτύλων συμβάλλοντας στην πολύ σημαντική αίσθηση της αφής. (τα τρία πρώτα δάκτυλα – αντίχειρας, δείκτης, μέσος – θεωρούνται όχι άδικα το «τρίτο μάτι» μας). Επιπλέον δίνει νεύρωση στην πλειοψηφία των «μικρών» μυών του θέναρος για τον αντίχειρα.
Κύρια συμπτώματα του ΣΚΣ είναι οι αιμωδίες στα 3 ½ δάκτυλα της κατανομής του μέσου νεύρου , πόνος στον καρπό και παραισθησίες που αντανακλούν προς τα δάκτυλα περιφερικά ή προς το αντιβράχιο και τον αγκώνα κεντρικά. Σπάνια ο πόνος αντανακλά μέχρι τον ώμο. Συνήθως είναι εντονότερος τις νυκτερινές και
πρώτες πρωινές ώρες και αφυπνίζει τον ασθενή. Αναφέρεται παροδική βελτίωση και ύφεση των συμπτωμάτων με την ανύψωση του μέλους και την άσκηση. Υπάρχουν περίοδοι με υφέσεις και εξάρσεις αρχικά , αργότερα όμως τόσο ο πόνος όσο και το μούδιασμα γίνονται μόνιμα.
Η μυϊκή αδυναμία είναι προοδευτική και μάλιστα σε παραμελημένες καταστάσεις περιορίζει τον ασθενή από καθημερινές – κυρίως λεπτές – δραστηριότητες όπως π.χ. κούμπωμα πουκάμισου , συγκράτηση κλειδιών ,κράτημα ποτηριού κ.α. Όσον φορά την κλινική εικόνα, έκδηλη μπορεί να είναι η ατροφία του θέναρος, ιδίως σε προχωρημένες περιπτώσεις. Διαταραγμένη ελέγχεται επίσης η αισθητικότητα στην περιοχή κατανομής του μέσου νεύρου που περιεγράφηκε ανωτέρω. Η διάγνωση του ΣΚΣ είναι κλινική, με τη βοήθεια διαφόρων tests όπως το Phalen test, το Tinel test και το Durkan’s test.
Απεικονιστικός έλεγχος με ακτινογραφία δεν είναι απαραίτητος, ενώ ο ηλεκτροφυσιολογικός έλεγχος με Ηλεκτρομυογράφημα – Νευρογράφημα μπορεί να επιβεβαιώσει την πάθηση. Σε ένα μικρό ποσοστό ο ηλεκτροφυσιολογικός έλεγχος δεν επιβεβαιώνει την κλινική εικόνα η οποία όπως ειπώθηκε είναι και η πλέον σημαντική.
Η θεραπεία του ΣΚΣ έχει διάφορα επίπεδα. Στα αρχικά στάδια μπορεί να χρησιμοποιηθούν νυκτερινοί νάρθηκες ακινητοποίησης του καρπού, τροποποίηση των δραστηριοτήτων και αντιφλεγμονώδης αγωγή. Σαν δεύτερη γραμμή κρούσης μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός του σωλήνα ένεση στεροειδούς (κορτιζόνης). Αυτή δίνει σε ποσοστό 80% παροδική βελτίωση, ενώ από το ανωτέρω ποσοστό , το 22% θα παραμείνει ελεύθερο συμπτωμάτων για 1 έτος. Η πιο αποτελεσματική επιλογή είναι η χειρουργική αντιμετώπιση, κατά την οποία διανοίγεται ο εγκάρσιος σύνδεσμος του καρπού και αποσυμπιέζεται το μέσο νεύρο. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων υπάρχει άμεση ανακούφιση από τον πόνο και σταδιακή υποχώρηση των αιμωδιών.
Η δύναμη συγκράτησης μεταξύ αντίχειρα και δείκτη επανέρχεται πλήρως σε 6 εβδομάδες , ενώ η δύναμη δραγμού φτάνει στο 100% μετά από 12 εβδομάδες. Οι διαταραχές αισθητικότητας μπορεί να υποχωρήσουν ακόμη και μετά από 6 μήνες αλλά η αποκατάσταση είναι πλήρης. Αντίθετα σε παραμελημένες περιπτώσεις με εγκατεστημένη μυϊκή ατροφία, η κινητικότητα και η δύναμη δεν επανέρχονται ποτέ πλήρως. Η χειρουργική αντιμετώπιση μπορεί να γίνει είτε ανοικτά είτε τα τελευταία χρόνια ενδοσκοπικά. Η ανοικτή μέθοδος μπορεί να είναι η κλασσική ή ελάχιστα επεμβατική με μικρή τομή περιφερικά. Η ανοικτή κλασσική είναι πιο διαδεδομένη και είναι η μέθοδος εκλογής για παραμελημένες περιπτώσεις , για υποτροπές ή ατελείς πρωτογενείς διανοίξεις.
Η ενδοσκοπική μέθοδος είναι πιο εξειδικευμένη, απαιτεί εμπειρία και ακριβότερο εξοπλισμό. Προσφέρει ταχύτερη ανάρρωση και επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες και την εργασία καθώς αφήνει ανέπαφο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό στην περιοχή του καρπού που χρησιμεύει σαν σημείο στήριξης και άσκησης πίεσης σε πολλές δραστηριότητες. Η ταχύτερη αυτή επιστροφή στην εργασία και στην καθημερινή δραστηριότητα αντισταθμίζει το κόστος της επέμβασης. Παρόλα αυτά αρκετές μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα είναι όμοια και στις δύο μεθόδους. Να αναφερθεί τέλος ότι το ΣΚΣ πρέπει να διακριθεί από παθήσεις που προκαλούν παρόμοια συμπτωματολογία. Έτσι πριν την εφαρμογή της θεραπείας, απαιτείται η διαφοροδιάγνωση μεταξύ ΣΚΣ και Αυχενικής Ριζίτιδας (όπου πιέζεται η Α6 ρίζα) καθώς και μεταξύ ΣΚΣ και του συνδρόμου Πρηνιστού (όπου το μέσο νεύρο πιέζεται στην περιοχή του αγκώνα).